καταπίνω

καταπίνω
(AM καταπίνω)
κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι»)
νεοελλ.
1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες και τίς καταπίνει»)
β) δέχομαι κάτι χωρίς διαμαρτυρία ή αντιρρήσεις (α. «τί ρίχνει ο ουρανός και δεν τό καταπίνει η γη», παροιμ. φρ.
β. «ό,τι και να τού κάνουν τό καταπίνει και δεν λέει λέξη»)
2. φρ. α) «άνοιξε η γη και τόν κατάπιε» — εξαφανίστηκε, έγινε άφαντος
β) «καταπίνω τη γλώσσα μου» — δεν τολμώ να πω αυτό που θέλω, δεν τολμώ να δώσω απόκριση
αρχ.
1. κάνω κάποιον υποχείριο μου
2. μελετώ κάτι με ζήλο, εμβαθύνω στο νόημα
3. συγκρατώ τον θυμό μου
4. καταναλίσκω, χρειάζομαι για την κατασκευή μου («[ἡ ἐσθής]... ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε ῥᾳδίως», Αριστοφ.)
5. ξοδεύω την περιουσία μου στο ποτό
6. παθ. καταπίνομαι
(ειδ. για πόλεις που παθαίνουν καθίζηση από σεισμό ή καλύπτονται από τη θάλασσα) εξαφανίζομαι, χάνομαι μέσα σε χάσμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταπίνω — καταπίνω, κατάπια βλ. πίν. 167 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταπίνω — καταπί̱νω , καταπίνω gulp pres subj act 1st sg καταπί̱νω , καταπίνω gulp pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπίνω — κατάπια, καταπιώθηκα, καταπιωμένος 1. πίνω, καταβροχθίζω, χάφτω: Κατάπιε ένα κουμπί. 2. πιστεύω κάτι με αφέλεια, δέχομαι βρισιές χωρίς να διαμαρτύρομαι: Τον είπα κλέφτη και το κατάπιε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπιομένη — καταπίνω gulp aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) καταπῑομένη , καταπίνω gulp fut part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) καταπῑομένη , καταπίνω gulp pres part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπεπομένον — καταπίνω gulp perf part mp masc acc sg καταπίνω gulp perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπεπωκότα — καταπίνω gulp perf part act neut nom/voc/acc pl καταπίνω gulp perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπιοῦνται — καταπίνω gulp fut ind mid 3rd pl (attic epic doric) καταπῑοῦνται , καταπίνω gulp fut ind mid 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπιούμενοι — καταπίνω gulp fut part mid masc nom/voc pl (attic epic doric) καταπῑούμενοι , καταπίνω gulp fut part mid masc nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπιόν — καταπίνω gulp aor part act masc voc sg καταπίνω gulp aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπιόντα — καταπίνω gulp aor part act neut nom/voc/acc pl καταπίνω gulp aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”