- καταπίνω
- (AM καταπίνω)κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι»)νεοελλ.1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες και τίς καταπίνει»)β) δέχομαι κάτι χωρίς διαμαρτυρία ή αντιρρήσεις (α. «τί ρίχνει ο ουρανός και δεν τό καταπίνει η γη», παροιμ. φρ.β. «ό,τι και να τού κάνουν τό καταπίνει και δεν λέει λέξη»)2. φρ. α) «άνοιξε η γη και τόν κατάπιε» — εξαφανίστηκε, έγινε άφαντοςβ) «καταπίνω τη γλώσσα μου» — δεν τολμώ να πω αυτό που θέλω, δεν τολμώ να δώσω απόκρισηαρχ.1. κάνω κάποιον υποχείριο μου2. μελετώ κάτι με ζήλο, εμβαθύνω στο νόημα3. συγκρατώ τον θυμό μου4. καταναλίσκω, χρειάζομαι για την κατασκευή μου («[ἡ ἐσθής]... ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε ῥᾳδίως», Αριστοφ.)5. ξοδεύω την περιουσία μου στο ποτό6. παθ. καταπίνομαι(ειδ. για πόλεις που παθαίνουν καθίζηση από σεισμό ή καλύπτονται από τη θάλασσα) εξαφανίζομαι, χάνομαι μέσα σε χάσμα.
Dictionary of Greek. 2013.